Το άρθρο ‘Έως πότε μπορώ να μείνω έγκυος’ του γυναικολόγου αναπαραγωγής κου. Ευριπίδη Μαντούδη, υπεύθυνου θεραπειών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στο Γέννημα IVF, δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό ΒΗΜΑDONNA, τεύχος Ιουνίου 2015.
Όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για τη γονιμότητά μας και τους προληπτικούς ελέγχους που χρειάζεται να κάνουμε.
Στις 15 Ιουνίου γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Γονιμότητας που καθιερώθηκε ως ημέρα για την ενημέρωση των ζευγαριών σε θέματα υπογονιμότητας. Σήμερα οι γυναίκες όλο και πιο συχνά αποφασίζουν να κάνουν παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό κυρίως προκύπτει από το σύγχρονο τρόπο ζωής που θέλει τη γυναίκα να ολοκληρώνει πρώτα τις σπουδές της, να καταξιώνεται επαγγελματικά, να διασφαλίζει την οικονομική της θέση και μετά να προχωράει στη δημιουργία οικογένειας.
Όμως οι στατιστικές μελέτες μας δείχνουν ότι οι γυναίκες ηλικίας 38-40 έχουν ήδη χάσει το 50% της γονιμότητάς τους (ως ποσοστό επίτευξης εγκυμοσύνης με φυσιολογική σύλληψη). Μετά τα 42 μάλιστα το ποσοστό μειώνεται δραματικά.
Επίσης, υπάρχει ενδεχομένως και η λανθασμένη εντύπωση ότι η εξωσωματική ξεπερνά όλες τις δυσκολίες και άρα μια γυναίκα μπορεί να μείνει έγκυος όποτε και να το θελήσει. Η εξωσωματική όντως έχει δώσει τη λύση στις πιο πολλές γυναίκες που αντιμετωπίζουν υπογονιμότητα, όμως η ηλικία της γυναίκας παίζει καθοριστικό ρόλο: όσο μεγαλύτερη είναι τόσο μικρότερο το ποσοστό επιτυχίας της εξωσωματικής.
Οι εξειδευμένοι γυναικολόγοι αναπαραγωγής προτείνουν την ενημέρωση όλων των γυναικών και τον έλεγχο της γονιμότητάς τους προληπτικά, παράλληλα με τον τακτικό έλεγχο (πχ τεστ Παπ). Αν δε συντρέχουν άλλοι λόγοι (ιατρικό ιστορικό με χειρουργεία, οικογενειακό ιστορικό πρόωρης εμμηνόπαυσης κλπ), συστήνουμε τον έλεγχο της γονιμότητας μετά τα 30, σίγουρα πριν τα 35.
Λέγοντας ‘έλεγχο γονιμότητας’ εννοούμε το ραντεβού με το γυναικολόγο αναπαραγωγής το οποίο περιλαμβάνει την καταγραφή του ιατρικού ιστορικού και την εξέταση με υπέρηχο για τον έλεγχο της μήτρας, των ωοθηκών κλπ. Κατά την εξέταση, ο γιατρός θα ελέγξει:
Ενδεχομένως ο γιατρός να ζητήσει να γίνουν κάποιες εξετάσεις αίματος για τις ορμόνες των ωοθηκών (FSH, LH κλπ), οι οποίες μας δείχνουν πώς λειτουργούν οι ωοθήκες. Συχνά επίσης συστήνεται και η ορμόνη ΑΜΗ (Anti- Mullerian Hormone), η οποία είναι ενδεικτική για τα αποθέματα των ωοθηκών σε ωάρια (πόσα ωάρια ‘απομένουν’ στις ωοθήκες). Οι απαντήσεις από τις εξετάσεις αυτές συν-εκτιμώνται με την εικόνα από τον υπέρηχο και μας δίνουν πληρέστερη εικόνα για τη γονιμότητα της γυναίκας.
Κι αν οι εξετάσεις δεν είναι καλές; Τι κάνουμε τότε;
Σε αυτή την περίπτωση, μια γυναίκα ίσως αποφασίσει να ξανασκεφτεί τις προτεραιότητές της και να επισπεύσει την απόφαση για εγκυμοσύνη (αν το επιτρέπει η οικογενειακή/προσωπική ζωής της). Αλλιώς, πλέον η εξωσωματική δίνει τη λύση στα πιο πολλά προβλήματα διατήρησης γονιμότητας. Υπάρχουν διαφορετικές επιλογές ανάλογα με την κατάσταση της προσωπικής ζωής και τις επιθυμίες της κάθε γυναίκας: