Στο Γέννημα εφαρμόζουμε την τεχνική της Προεμφυτευτικής Γενετικής Διάγνωσης (preimplantation genetic diagnosis, PGD) και Προεμφυτευτικός Γενετικός Έλεγχος (preimplantation genetic screening, PGS), η οποία συνδυάζει τη μοριακή γενετική με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Όταν ένας ή και οι δύο γονείς φέρουν γονίδιο με μετάλλαξη. Η εξέταση γίνεται προκειμένου να εξακριβωθεί αν αυτή η συγκεκριμένη μετάλλαξη έχει μεταδοθεί και στο έμβρυο.
Όταν οι γονείς έχουν φυσιολογικό καρυότυπο (χρωμοσώματα) και τα έμβρυα ελέγχονται ως προς τον αριθμό των χρωμοσωμάτων.
Με την προεμφυτευτική διάγνωση τα έμβρυα ελέγχονται πριν από την εμβρυομεταφορά και την επίτευξη της εγκυμοσύνης για τα εξής:
Η προεμφυτευτική διάγνωση αναπτύχθηκε για ζευγάρια που φέρουν ‘ελαττωματικό’ γονίδιο και έχουν υψηλό κίνδυνο να κάνουν παιδιά με σοβαρές γενετικές ασθένειες, όπως η μεσογειακή αναιμία ή η κυστική ίνωση, χωρίς να συνυπάρχει υπογονιμότητα του ζευγαριού. Στις περιπτώσεις αυτές τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα είναι φορείς της νόσου, δηλαδή οι ίδιοι είναι απόλυτα υγιείς, αλλά το ένα από τα 2 γονίδια τους είναι ‘άρρωστο’. Όμως όταν 2 φορείς μιας τέτοιας νόσου θέλουν να κάνουν παιδί, υπάρχει πιθανότητα αυτό το παιδί να νοσήσει γιατί θα έχει πάρει το ‘άρρωστο’ γονίδιο και από τους δύο γονείς. Συγκεκριμένα για τη μεσογειακή αναιμία και την κυστική ίνωση η πιθανότητα είναι 1 στις 4 για κάθε κύηση.
Παλαιότερα, η μοναδική λύση για γονείς με αυτό το πρόβλημα ήταν η διάγνωση της νόσου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δηλαδή όταν πια το έμβρυο ήταν σε προχωρημένη ηλικία, και ο τερματισμός της κύησης. Όπως είναι αυτονόητο, ο τερματισμός μιας κύησης είναι μια πολύ δυσάρεστη επιλογή. Με την προεμφυτευτική διάγνωση κάτι τέτοιο πια δεν είναι απαραίτητο, γιατί ο έλεγχος των εμβρύων γίνεται εκ των προτέρων, πριν την εμβρυομεταφορά. Για αυτό το λόγο, η προεμφυτευτική διάγνωση είναι δυνατό να γίνει μόνο κατά τη διάρκεια ενός κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Τα παιδιά που έχουν μετά από προεμφυτευτική διάγνωση έχουν υπάρξει στο στόχαστρο των ερευνητών προκειμένου να διαπιστωθεί ότι είναι υγιή και ότι η μέθοδος δεν επηρεάζει την υγεία των παιδιών που θα γεννηθούν.
Η ΠΓΔ χρησιμοποιείται ήδη εδώ και 20 χρόνια. Είναι επανειλημμένες οι κλινικές μελέτες που διαβεβαιώνουν ότι η ίδια η μέθοδος της ΠΓΔ δεν είναι επιβλαβής για τα έμβρυα και ότι τα παιδιά που γεννιούνται μετά από ΠΓΔ δε διαφέρουν από τα παιδιά που γεννιούνται μετά από απλή εξωσωματική γονιμοποίηση (π.χ. γίνεται στατιστική ανάλυση των συγγενών ανωμαλιών στα παιδιά αυτά). Το ένα (1) κύτταρο που αφαιρείται από το έμβρυο των 8 κυττάρων δεν επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του προεμφτευτικού εμβρύου προς ένα υγιές μωρό.
Μια πρόσφατη μελέτη είναι η πιο κάτω:
‘Report on a consecutive series of 581 children born after blastomere biopsy for preimplantation genetic diagnosis’.
Human Reproduction, Vol.25, No.1 pp. 275 – 282, 2010.
http://humrep.oxfordjournals.org/cgi/reprint/25/1/275
‘Children born after preimplantation genetic diagnosis show no increase in congenital abnormalities’.
Human Reproduction, Vol.25, No.1 pp. 6 – 8, 2010.
http://humrep.oxfordjournals.org/cgi/reprint/25/1/6
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σε αριθμό συμμετεχόντων μελέτη που άρχισε από το 1992 στο Βέλγιο και συνέλεξε στοιχεία ως το 2005, με πληθυσμό σχεδόν 600 παιδιά που γεννήθηκαν μετά από ΠΓΔ. Στη μελέτη αυτή δε βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα σε παιδιά μετά από ΠΓΔ και παιδιά χωρίς ΠΓΔ. Ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου ήταν η προωρότητα και το χαμηλό βάρος γέννησης στις πολύδυμες κυήσεις. Καταλήγει ότι η μέθοδος της ΠΓΔ είναι ασφαλής όταν φυσικά πραγματοποιείται με σωστή τεχνική από πεπειραμένους επιστήμονες.
Η European Society for Human Reproduction and Embryology (ESHRE), όπου συμμετέχουν και οι Έλληνες ιατροί, εκφράζει τις θέσεις της σχετικά με τη ΠΓΔ, ειδικά δε σχετικά με θέματα ηθικής, στην πιο κάτω δήλωση:
ESHRE position paper – Ethics and Law Task Force
http://www.eshre.eu/~/media/emagic%20files/SIGs/Ethics%20and%20Law/Task%20Forces/Task%20Force%205.pdf
Σε ποιες περιπτώσεις (για ποιες ασθένειες) πρέπει / είναι θεμιτό να εφαρμόζεται η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (ΠΓΔ); Αυτό είναι αντικείμενο συνεχούς συζήτησης όσο η επιστήμη προοδεύει και δίνει την τεχνική δυνατότητα για τον έλεγχο όλων και περισσότερων γονιδίων. Αρχικά η ΠΓΔ περιοριζόταν σε πολύ σοβαρές ασθένειες, όμως, πλέον είναι δυνατός ο έλεγχος όλων και περισσότερων νοσημάτων, ακόμα και αυτών που θεωρούνται λιγότερο σοβαρά (όπως η κώφωση) ή αυτών που εμφανίζονται αργότερα στη ζωή ενός ατόμου και επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες, όχι μόνο από το γενετικό υλικό (όπως ο καρκίνος).
Ενδεικτικά διαβάστε στην ιστοσελίδα του HFEA (Human Fertilisation and Embryology Authority) της Μεγάλης Βρετανίας τον κατάλογο των νοσημάτων για ΠΓΔ (σύμφωνα με τη νομοθεσία της Μεγάλης Βρετανίας):
Στην Ελλάδα η νομοθεσία απαγορεύει την επιλογή φύλου, εκτός αν πρόκειται για ιατρικούς λόγους π.χ. τη μετάδοση φυλοσύνδετης ασθένειας. Σε άλλες χώρες είναι έντονη η συζήτηση για την επιλογή φύλου μέσω ΠΓΔ για μη ιατρικούς λόγους (π.χ. επιλογή θηλυκού εμβρύου μετά από 3 αγόρια στην οικογένεια). Επίσης, έντονα συζητιέται η περίπτωση επιλογής εμβρύου με ιστοσυμβατότητα με ένα αδερφάκι του που πάσχει π.χ. από λευχαιμία με σκοπό τη σωτηρία του μεγαλύτερου αδερφού/αδερφής με μεταμόσχευση μυελού των οστών.
Έχει προταθεί ότι η ΠΓΔ (συγκεκριμένα preimplantation genetic screening, PGS) σε έμβρυα ζευγαριών με προηγούμενες πολλαπλές αποβολές μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμη. Η σκέψη πίσω από αυτό είναι ότι ένα ποσοστό των πολλαπλών αποβολών οφείλεται σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες του εμβρύου. Στις χρωμοσωμικές ανωμαλίες του εμβρύου συμβάλλουν η κακή ποιότητα σπέρματος και η προχωρημένη ηλικία της μητέρας.
Ακόμα και σήμερα το PGS προτείνεται σε πολλές μονάδες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής προκειμένου να αυξηθούν τα ποσοστά επίτευξης μιας υγιούς εγκυμοσύνης μετά από πολλαπλές αποβολές ή αποτυχημένες προσπάθειες με εξωσωματική γονιμοποίηση. Θεωρητικά, η επιλογή εμβρύων προς μεταφορά που έχουν ελεγχθεί ότι δε φέρουν χρωμοσωμικές ανωμαλίες αυξάνει τα ποσοστά επίτευξης μιας υγιούς εγκυμοσύνης. Σε μια πρόσφατη μελέτη φάνηκε ότι το PGS μείωσε σε σημαντικό βαθμό τις αυτόματες αποβολές σε ασθενείς με ιστορικό πολλαπλών αποβολών, ειδικά στις ασθενείς που είχαν 2 ή περισσότερες αποβολές στο ιστορικό τους (12.8% απέβαλαν μετά από ΠΓΔ έναντι 35.9% απέβαλαν, ενώ δεν είχαν κάνει ΠΓΔ).
Η προεμφυτευτική διάγνωση γίνεται με τη βιοψία 1-2 κυττάρων από το έμβρυο (στο στάδιο των 8 κυττάρων, δηλαδή έμβρυο 3ης ημέρας) που καλλιεργείται στο εργαστήριο. Τα 8 κύτταρα του εμβρύου σε αυτή τη φάση περιέχουν ακριβώς το ίδιο γενετικό υλικό. Ένα ή 2 κύτταρα απομακρύνονται προκειμένου να γίνει η βιοψία και τα υπόλοιπα 6 ή 7 συνεχίζουν να αναπτύσσονται. Τα κύτταρα του εμβρύου σε αυτή τη φάση είναι πολυδύναμα, δηλαδή δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που αφαιρούνται 1-2 κύτταρα από το έμβρυο, τα υπόλοιπα είναι ικανά να αναπτυχθούν σε ένα απόλυτα υγιές έμβρυο.
Η βιοψία πραγματοποιείται με τεχνικές μοριακής βιολογίας και για αυτόν ακριβώς το λόγο η προεμφυτευτική διάγνωση έχει υψηλό κόστος. Κατά τη διάρκεια της ανάλυσης, το έμβρυο που υποβάλλεται στη βιοψία συνεχίζει να καλλιεργείται στο εργαστήριο και να αναπτύσσεται (αυξάνεται ο αριθμός των κυττάρων) προς το στάδιο της βλαστοκύστης. Μόλις ολοκληρωθεί η ανάλυση, επιλέγονται τα υγιή έμβρυα και αυτά μεταφέρονται κατά την εμβρυομεταφορά.