Ένα από τα πρώτα ερωτήματα που προέκυψαν για τις θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση, ήταν η υγεία των παιδιών που γεννιούνται μετά από τέτοιες θεραπείες. Το πρώτο παιδί από εξωσωματική γονιμοποίηση, ένα κορίτσι, η Louise Brown, γεννήθηκε το 1978 και σήμερα έχει γίνει και η ίδια μητέρα, χωρίς να χρειαστεί κάποια θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Εδώ και 30 χρόνια λοιπόν οι ερευνητές συγκεντρώνουν δεδομένα για την υγεία των παιδιών αυτών και μελετάται πρωτίστως το ποσοστό των συγγενών ανωμαλιών (γίνεται καταγραφή κατά τη γέννηση). Συγγενείς ανωμαλίες ονομάζουμε τα προβλήματα διάπλασης του εμβρύου, τα οποία είναι στην πλειοψηφία τους ήπια και ανιχνεύονται με υπερηχογράφημα κατά τη διάρκεια της κύησης, πριν δηλαδή γεννηθεί το παιδί. Στο γενικό πληθυσμό, το ποσοστό των συγγενών ανωμαλιών υπολογίζεται από 1 έως 4%. Το ερώτημα είναι αν τα παιδιά από εξωσωματική γονιμοποίηση εμφανίζουν αυξημένα ποσοστά συγγενών ανωμαλιών και κατά πόσο.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα δίδυμα (ή τρίδυμα κλπ), ανεξάρτητα από τον τρόπο σύλληψης (φυσιολογικά ή μετά από θεραπεία), εμφανίζουν αυξημένα ποσοστά συγγενών ανωμαλιών, εκτός από το γεγονός ότι γεννιούνται πρόωρα και με χαμηλό βάρος. Δηλαδή η πολύδυμη κύηση αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών. Πολλές από τις κυήσεις που προκύπτουν μετά από θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι πολύδυμες (δίδυμα κυρίως και σπανιότερα τρίδυμα κλπ). Στο ‘γέννημα’ ένας από τους στόχους μας είναι η μείωση του ποσοστού των πολύδυμων κυήσεων, για αυτό το λόγο μεταφέρουμε μικρότερο αριθμό εμβρύων άριστης ποιότητας. Στις μελέτες δεν παρατηρούνται διαφορές στο ποσοστό συγγενών ανωμαλιών στα δίδυμα από φυσιολογική σύλληψη ή θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Όσον αφορά τις μονήρεις κυήσεις, σε πρόσφατες μελέτες (βλ. τα σχετικά άρθρα πιο κάτω) αναφέρεται μια μικρή αύξηση στο ποσοστό των συγγενών ανωμαλιών στα παιδιά από θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, κυρίως στο καρδιαγγειακό και γαστρεντερικό σύστημα. Οι μελετητές όμως επισημαίνουν ότι είναι πολύ πιθανό αυτό να οφείλεται στην υπογονιμότητα των γονιών και όχι στις τεχνικές της θεραπείας. Επισημαίνουν μάλιστα ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες, με μεγάλους αριθμούς συμμετεχόντων, προκειμένου να διευκρινιστεί κάτι τέτοιο.
‘Assisted reproductive technologies and the risk of birth defects – a systematic review’
Hansen M et al 2005 Human Reproduction 20(2):328-338
http://humrep.oxfordjournals.org/cgi/reprint/20/2/328
‘Assisted reproductive technology and major structural birth defects in the United States’
Reefhuis J et al 2009 Human Reproduction 24(2):360-366
http://humrep.oxfordjournals.org/cgi/reprint/24/2/360
Στη Μεγάλη Βρετανία, η HFEA (Human Fertilisation and Embryology Authority), η αρχή που ελέγχει τη λειτουργία των μονάδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχει πάρει θέση στο συγκεκριμένο θέμα προκειμένου να καθησυχάσει τις ανησυχίες του κοινού.
Σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση της HFEA (Μάρτιος 2009), το ποσοστό των παιδιών που γεννιούνται με συγγενείς ανωμαλίες στην Ευρώπη είναι χαμηλό (2%). Οι ερευνητές που ισχυρίζονται ότι με τις θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής παρατηρείται αύξηση στο ποσοστό των συγγενών ανωμαλιών, αναφέρουν ότι το ποσοστό αυξάνεται στο 2.6% (από 2% στο γενικό πληθυσμό). Αυτό το ποσοστό είναι επίσης χαμηλό.
Οι μελέτες ως τώρα δεν μπορούν να πουν με βεβαιότητα αν αυτό το αυξημένο ποσοστό οφείλεται στις θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες στους οποίους θα μπορούσε να αποδοθεί, όπως τα αίτια της υπογονιμότητας, η ηλικία των γονιών ή άλλοι αδιευκρίνιστοι παράγοντες. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν περισσότερα αξιόπιστα δεδομένα πάνω σε αυτό το ζήτημα. Η HFEA, όπως και οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές παγκοσμίως, μελετούν όλα τα νεότερα δεδομένα της επιστημονικής έρευνας και ενημερώνουν το κοινό.
Σήμερα, 30 και πλέον χρόνια μετά τη γέννηση της Louise Brown, εκατομμύρια υγιή παιδιά έχουν γεννηθεί σε όλο τον κόσμο μετά από θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.