Αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο
Το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο αναγνωρίζεται ως μία αυτοάνοση οντότητα, η οποία είναι δυνατό να εκδηλωθεί με αποβολή, θρομβοεμβολικά επεισόδια σε συνδυασμό με τυπικά εργαστηριακά ευρήματα (αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα). Τα τελευταία περιλαμβάνουν αυξημένα επίπεδα της β2-γλυκοπρωτεΐνης και θετικά αντικαρδιολιπινικά αντισώματα (ACA) και αντιπηκτικό λύκου (LA), σε δύο διαδοχικές μετρήσει, τουλάχιστον σε χρονική απόσταση έξι εβδομάδων μεταξύ τους. Ο μηχανισμός με τον οποίο τα αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα προκαλούν νοσηρότητα στην κύηση περιλαμβάνουν καταστολή της τροφοβλαστικής λειτουργίας και θρόμβωση στην μητροπλακουντιακή κυκλοφορία σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Η χορήγηση χαμηλής δόσης ασπιρίνης σε συνδυασμό με ηπαρίνη αποτελεί τη θεραπεία εκλογής σε ασθενείς με καθ’ έξιν αποβολές και αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα.
Θρομβοφιλία
Οι κληρονομούμενες θρομβοφιλίες, όπως η μετάλλαξη του γονιδίου του παράγοντα V Leiden, οι ελλείψεις των πρωτεϊνών C και S και της αντιθρομβίνης ΙΙΙ και η μετάλλαξη του γονιδίου της προθρομβίνης είναι γνωστοί παράγοντες πρόκλησης συστηματικών θρομβώσεων, καθ΄έξιν αποβολών και μαιευτικών επιπλοκών (προεκλαμψία, ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου).
Η παρουσία της μετάλλαξης Leiden του παράγοντα V και η μετάλλαξη G20210A του γονιδίου της προθρομβίνης, αυξάνει την πιθανότητα καθ’ έξιν αποβολών, ενώ η παρουσία της μετάλλαξης MTHFR δεν φαίνεται να την αυξάνει (8,9). Επίσης, τόσο η ομοζυγωτία όσο και ετεροζυγωτία για της μετάλλαξης Leiden του παράγοντα V, απαντώνται σε ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών με θρομβοεμβολική νόσο και αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο θρομβοεμβολής. Η μετάλλαξη G20210A του γονιδίου της προθρομβίνης, προκαλεί προδιάθεση για θρόμβωση στο επίπεδο του πλακούντα.
Οι ελλείψεις των πρωτεϊνών C, S και της αντιθρομβίνης, είναι λιγότερο συχνές και δεν σχετίζονται με επανειλημμένες αποβολές, αλλά με φλεβική θρομβοεμβολή (10).
Η χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους μπορεί να βελτιώσει την πρόγνωση σε περιπτώσεις καθ’ έξιν αποβολών που σχετίζονται με σοβαρή θρομβοφιλία (δηλαδή έλλειψη αντιθρομβίνης, ετεροζυγωτία στο γονίδιο Leiden του παράγοντα σε συνδυασμό με ετεροζυγωτία του γονιδίου της προθρομβίνης G20210A ή ομοζυγωτία στο γονίδιο της προθρομβίνης G20210A). Στις περιπτώσεις με ήπια θρομβοφιλία (δηλαδή μεταλλάξεις στο γονίδιο της MTHFR, έλλειψη πρωτεΐνης C και S) δεν συνιστάται η χρήση αντιπηκτικής αγωγής.
ΝΚ κύτταρα
Τα ΝΚ κύτταρα (natural killers, φυσικοί φονείς) είναι κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που βοηθούν τον οργανισμό να καταπολεμήσει τις λοιμώξεις. Έχει υποστηριχθεί ότι τα ΝΚ κύτταρα στο ενδομήτριο (Uterine Natural Killers, φονικά κύτταρα μήτρας) συμμετέχουν στη ρύθμιση του βάθους της τροφοβλαστικής διείσδυσης και έτσι είναι πολύ σημαντικά για την αρχική εδραίωση της κύησης.
Είναι πολύ πιθανό ότι η μελέτη των κυτταρικών υποπληθυσμών στο περιφερικό αίμα δεν αντικατοπτρίζει τις τοπικές συνθήκες που επικρατούν στο ενδομήτριο της περιεμφυτευτικής περιόδου, και επομένως μόνο τα στοιχεία που προέρχονται από το ενδομήτριο μπορεί να θεωρηθούν αξιόπιστα (11).
Μελέτες έχουν δείξει ότι μεταξύ των γυναικών με επανειλημμένες αποβολές και εκείνων που τερμάτισαν οικειοθελώς την εγκυμοσύνη υπάρχουν διαφορές στο πληθυσμό των ΝΚ κυττάρων του ενδομητρίου (12). Επιπλέον, σε μια πρόσφατη έρευνα στην Γαλλία σε 394 γυναίκες με πολλαπλές αποτυχίες εμφύτευσης πραγματοποιήθηκε λήψη ενδομητρικού ιστού στις μέρες του παράθυρου εμφύτευσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στο 82% των γυναικών αυτών υπήρχε ανισορροπία στα ΝΚ κύτταρα της μήτρας. Μετά από στοχευμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις, ανάλογα με το ανοσολογικό προφίλ το ενδομητρίου κάθε γυναίκας, οι μισές κατόρθωσαν να μείνουν έγκυες και να γεννήσουν ένα υγιές μωρό (13).
Η λήψη ενδομητρικού ιστού σε συγκεκριμένες μέρες του κύκλου (παράθυρο εμφύτευσης), ο καθορισμός του ανοσολογικού προφίλ της κάθε γυναίκας και η στοχευμένη θεραπευτική παρέμβαση, μπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη εγκυμοσύνης. Να σημειώσουμε, ότι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρίας Αναπαραγωγής (ESHRE), ο έλεγχος των NK κυττάρων του περιφερικού αίματος είναι χωρίς κλινική αξία και δεν συστήνεται σε γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές.
Αντιπυρηνικά αντισώματα
Τα αντιπυρηνικά αντισώματα (ΑΝΑ) είναι παθολογικά αντισώματα που το ίδιο το σώμα δημιουργεί έναντι δικών του ιστών (αυτοαντισώματα). Τα αντιπυρηνικά αντισώματα παρατηρούνται συχνά σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα. Θετικά αντιπυρηνικά αντισώματα συχνά ανευρίσκονται σε γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές (14).
Εφόσον η εξέταση βγει θετική θα μπορούσε να βοηθήσει η λήψη κορτιζόνης.
Αντιπατρικά αντισώματα
Η θεωρία των αντιπατρικών αντισωμάτων ήταν πολύ δημοφιλής την προηγούμενη δεκαετία ενώ πλέον σήμερα πρακτικά αμφισβητείται από τους περισσότερους.