Η εμπειρία μιας αποβολής έχει σημαντικό συναισθηματικό αντίκτυπο για ένα ζευγάρι που θέλει να αποκτήσει παιδί, πόσο μάλλον όταν οι αποβολές είναι επαναλαμβανόμενες. Επανειλημμένες ή καθ’ έξιν αποβολές ορίζονται ως η απώλεια δύο ή περισσοτέρων διαδοχικών κυήσεων 1ου τριμήνου κύησης και παρατηρείται στο 10%- 36% των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας.
Οι καθ΄ έξιν αποβολές είναι μια ετερογενής κατάσταση που οφείλεται σε διάφορα αίτια. Έτσι, εμπλέκονται ανατομικοί παράγοντες (διαφραγματοφόρος, μονόκερως, δίδελφυς κ.α.), γενετικοί παράγοντες (δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες κ.α.), ορμονικοί παράγοντες (σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, υπερπρολακτιναιμία, ανεπάρκεια της ωχρινικής φάσεως), λοιμώξεις, μεγάλη κατανάλωση αλκοόλης, κάπνισμα κ.α. ενώ στο 50% των περιπτώσεων τα αίτια είναι άγνωστα, γεγονός που καθιστά τη διερεύνηση τους ακόμη δυσκολότερη.
Ηλικία της γυναίκας
Η ηλικία της γυναίκας παίζει καθοριστικό ρόλο στις επανειλημμένες αποβολές. Γυναίκες με ηλικία άνω των 40 ετών παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά αποβολών. Επιπλέον, η ηλικία της γυναίκας συνδέεται με υπογονιμότητα, χρωμοσωμικές ανωμαλίες εμβρύου και μαιευτικές επιπλοκές. Αυτό συμβαίνει γιατί όσο αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας, τόσο μειώνονται η ποσότητα και η ποιότητα των ωαρίων της (1). Στην παρακάτω εικόνα φαίνεται η πιθανότητα για καθ’ έξιν αποβολές ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας.
Ηλικία του άνδρα
Επίσης, και η ηλικία του άνδρα συσχετίζεται με τις αποβολές (2). Η ποιότητα του σπέρματος έχει φανεί ότι συμβάλει στην δημιουργία ενός υγιούς εμβρύου. Σ’ αυτό βοηθάει και η περαιτέρω ανάλυση του ανδρικού σπέρματος με τον έλεγχο του δείκτη κατακερματισμού (DFI) και του οξειδωτικού στρες.
Παχυσαρκία
Η παχυσαρκία συντελεί με στατιστικά σημαντική αύξηση του κινδύνου αποβολών 1ου τριμήνου και καθ’ έξιν αποβολών.Η απώλεια βάρους είναι η πρώτη θεραπευτική επιλογή σε παχύσαρκες και υπογόνιμες γυναίκες (3).
Τρόπος ζωής
Τέλος, το κάπνισμα, το αλκοόλ (3-5 ποτήρια την εβδομάδα) και η καφεΐνη (>150 mg/ημέρα) έχουν αρνητική επίπτωση στις προσπάθειες του ζευγαριού για επίτευξη εγκυμοσύνης. Αυτό που συστήνεται είναι η διακοπή του καπνίσματος και η μείωση κατανάλωσης του αλκοόλ και του καφέ (4).
Περίπου στο 3-5% των ζευγαριών με καθ’ έξιν αποβολές, ένας από τους δύο γονείς φέρει μία ισορροπημένη δομική χρωμοσωμική ανωμαλία. Οι πιο κοινοί τύποι γονεϊκών χρωμοσωμικών ανωμαλιών είναι οι ισορροπημένες αμοιβαίες ή τύπου Robertson μεταθέσεις, οι αναστροφές και σπάνια μωσαϊκισμοί για αυτοσωμικά ή φυλετικά χρωμοσώματα, ή άλλες ανωμαλίες. Αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός γενετικά ανώμαλου εμβρύου (5).
Κυτταρογενετικός έλεγχος προϊόντων κύησης
Σε όλα τα ζευγάρια με ιστορικό καθ’ έξιν αποβολών, πρέπει να προτείνεται κυτταρογενετικός έλεγχος των προϊόντων της κύησης σε νέα μελλοντική αποβολή. Οι αποβολές μπορεί να οφείλονται σε ανωμαλίες του εμβρύου, οι οποίες δεν είναι συμβατές με τη ζωή, όπως χρωμοσωμικές ανωμαλίες ή διαμαρτίες της διάπλασης του εμβρύου. Σ΄ αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες των εμβρύων είναι πιο συχνές όσο αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας.
Καρυότυπος ζεύγους
Ο καρυότυπος ζεύγους, συνήθως, προτείνεται στα ζευγάρια βάση του ιστορικού τους, δηλαδή στην περίπτωση γέννησης παιδιού με συγγενείς ανωμαλίες, όταν στην οικογένεια υπάρχει συγγενής με χρωμοσωμική ανωμαλία ή όταν έχει βρεθεί κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία σε κυτταρογενετικό έλεγχο προϊόντος αποβολής.
Ανάλογα με τα αποτελέσματα του καρυότυπου, ο γιατρός θα διαφωτίσει το ζευγάρι σχετικά με την πρόγνωση μελλοντικών κυήσεων, καθώς και θα κατευθύνει την προγεννητική διάγνωση σε μελλοντικές κυήσεις όταν υπάρχει πιθανότητα εμφάνισης μη αμοιβαίας μετάθεσης.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση με προεμφυτευτική διάγνωση (PGD) χρησιμοποιείται σαν θεραπεία εκλογής σε φορείς χρωμοσωμικών μεταθέσεων, η οποία οδηγεί στην επιλογή των υγιών χρωμοσωμικά εμβρύων.
Ανατομικές ανωμαλίες μήτρας
Στους ανατομικούς παράγοντες που προδιαθέτουν για επανειλημμένες αποβολές και προωρότητα συμπεριλαμβάνονται οι ανωμαλίες στην διάπλαση της μήτρας, όπως η μονόκερως μήτρα, η δίδελφυς και η διαφραγματοφόρος μήτρα (1). Η πλειονότητά των περιπτώσεων τους αφορούσαν σε τοξοειδή μήτρα. Η αναγνώριση και αποκατάσταση των ανατομικών ανωμαλιών φαίνεται να βελτιώνει την πρόγνωση σε επόμενη κύηση.
Η διάγνωση τους γίνεται με λαπαροσκόπηση σε συνδυασμό με υστεροσκόπηση, την υστεροσαλπιγγογραφία, ο υπέρηχος μήτρας και η μαγνητική, σε κάποιες περιπτώσεις.
Η διόρθωση της μήτρας με εκτομή του ενδομήτριου διαφράγματος φαίνεται να σχετίζεται με θεαματική αύξηση της πιθανότητας επιτυχίας σε επόμενη κύηση κατά 70%.
Πολύποδες, ινομυώματα, συμφύσεις
Εκτός από τις ανωμαλίες διάπλασης της μήτρας, η ύπαρξη πολυπόδων, ινομυωμάτων και συμφύσεων μήτρας έχει, επίσης, συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο καθ’ έξιν αποβολών. Τα ινομυώματα, ανάλογα με τη θέση και το μέγεθος τους, μπορεί να μεταβάλλουν τη μορφή της ενδομητρικής κοιλότητας. Οι πολύποδες, πάνω από 1 cm σε μέγεθος, μπορεί να εμποδίσουν την εμφύτευση ενός υγιούς εμβρύου. Στην περίπτωση των συμφύσεων, διακόπτεται η συνέχεια του λειτουργικού όγκου της ενδομητρικής κοιλότητας.
Η υστεροσκοπική διερεύνηση της μήτρας και η διόρθωση του υποκείμενου προβλήματος, μπορεί να μειώσει το ποσοστό αποβολής.
Ανεπάρκεια τραχήλου
Η ανεπάρκεια τραχήλου είναι γνωστό αίτιο των αποβολών του 2ου τριμήνου της κύησης. Ο τράχηλος, λόγω κατασκευής ή προηγούμενων επεμβάσεων στη μήτρα, μπορεί να παρουσιάσει μια «χαλάρωση», με αποτέλεσμα να ανοίξει εύκολα.
Η περίδεση του τραχήλου εφαρμόζεται σε γυναίκες με ιστορικό αποβολής 2ου τριμήνου. Ο έλεγχος του τραχήλου με διακολπικό υπερηχογράφημα κατά τη διάρκεια της κύησης, μεταξύ 16-24 εβδομάδων, είναι χρήσιμο στην πρόληψη πρόωρων τοκετών σε γυναίκες με υποψία ανεπάρκειας του τραχήλου.
Διαταραχές θυρεοειδή
Η σωστή λειτουργία του θυρεοειδή είναι σημαντική για την επίτευξη εγκυμοσύνης. Διαταραχές στον θυρεοειδή (υποθυρεοειδισμός και λιγότερο συχνά υπερθυρεοειδισμός), μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολή. Η παρουσία αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων συσχετίζεται με σημαντική αύξηση της πιθανότητας για καθ’ έξιν αποβολές.
Συστήνεται σε όλες τις γυναίκες με επανειλημμένες αποβολές ο έλεγχος της TSH και των anti-TPO (4) και θεραπεία με θυροξίνη, όπου κρίνεται απαραίτητο.
Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) έχει σχετιστεί με αποβολές. Το πιο συχνό εύρημα σε ασθενείς με PCOS είναι η αντίσταση στην ινσουλίνη. Ο μηχανισμός για το πώς η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή δεν είναι γνωστός.
Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι η μετφορμίνη (βελτιώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη) μπορεί να μειώσει το ποσοστό των αποβολών (6).
Υπερπρολακτιναιμία
Η υπερπρολακτιναιμία έχει συνδεθεί με καθ’ έξιν αποβολές γιατί επηρεάζεται ο άξονας υποθαλάμου- υπόφυσης- ωοθηκών. Αυτό έχει αντίκτυπο στην ωοθυλακιογένεση και στην ωρίμανση των ωαρίων, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και η ωχρινική φάση (4).
Η βρωμοκρυπτίνη μειώνει τα επίπεδα προλακτίνης στο αίμα και βελτιώνει την πιθανότητα εγκυμοσύνης.
Ομοκυστεΐνη
Υψηλά επίπεδα ομοκυστεΐνης συνδέονται με επανειλημμένες αποβολές. Τα επίπεδα ομοκυστεΐνης στο αίμα καθορίζονται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων στο αίμα των βιταμινών Β6, Β12, φυλλικού οξέος, των μεταλλάξεων στο γονίδιο MTHFR και του υπερθυρεοειδισμού, τα οποία όλα σχετίζονται με καθ’ έξιν αποβολές (7).
Η καθημερινή λήψη συμπληρώματος φυλλικού οξέος 0,5 mg βελτιώνει την συγκέντρωση των επιπέδων ομοκυστεΐνης στο αίμα.
Αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο
Το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο αναγνωρίζεται ως μία αυτοάνοση οντότητα, η οποία είναι δυνατό να εκδηλωθεί με αποβολή, θρομβοεμβολικά επεισόδια σε συνδυασμό με τυπικά εργαστηριακά ευρήματα (αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα). Τα τελευταία περιλαμβάνουν αυξημένα επίπεδα της β2-γλυκοπρωτεΐνης και θετικά αντικαρδιολιπινικά αντισώματα (ACA) και αντιπηκτικό λύκου (LA), σε δύο διαδοχικές μετρήσει, τουλάχιστον σε χρονική απόσταση έξι εβδομάδων μεταξύ τους. Ο μηχανισμός με τον οποίο τα αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα προκαλούν νοσηρότητα στην κύηση περιλαμβάνουν καταστολή της τροφοβλαστικής λειτουργίας και θρόμβωση στην μητροπλακουντιακή κυκλοφορία σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Η χορήγηση χαμηλής δόσης ασπιρίνης σε συνδυασμό με ηπαρίνη αποτελεί τη θεραπεία εκλογής σε ασθενείς με καθ’ έξιν αποβολές και αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα.
Θρομβοφιλία
Οι κληρονομούμενες θρομβοφιλίες, όπως η μετάλλαξη του γονιδίου του παράγοντα V Leiden, οι ελλείψεις των πρωτεϊνών C και S και της αντιθρομβίνης ΙΙΙ και η μετάλλαξη του γονιδίου της προθρομβίνης είναι γνωστοί παράγοντες πρόκλησης συστηματικών θρομβώσεων, καθ΄έξιν αποβολών και μαιευτικών επιπλοκών (προεκλαμψία, ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου).
Η παρουσία της μετάλλαξης Leiden του παράγοντα V και η μετάλλαξη G20210A του γονιδίου της προθρομβίνης, αυξάνει την πιθανότητα καθ’ έξιν αποβολών, ενώ η παρουσία της μετάλλαξης MTHFR δεν φαίνεται να την αυξάνει (8,9). Επίσης, τόσο η ομοζυγωτία όσο και ετεροζυγωτία για της μετάλλαξης Leiden του παράγοντα V, απαντώνται σε ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών με θρομβοεμβολική νόσο και αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο θρομβοεμβολής. Η μετάλλαξη G20210A του γονιδίου της προθρομβίνης, προκαλεί προδιάθεση για θρόμβωση στο επίπεδο του πλακούντα.
Οι ελλείψεις των πρωτεϊνών C, S και της αντιθρομβίνης, είναι λιγότερο συχνές και δεν σχετίζονται με επανειλημμένες αποβολές, αλλά με φλεβική θρομβοεμβολή (10).
Η χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους μπορεί να βελτιώσει την πρόγνωση σε περιπτώσεις καθ’ έξιν αποβολών που σχετίζονται με σοβαρή θρομβοφιλία (δηλαδή έλλειψη αντιθρομβίνης, ετεροζυγωτία στο γονίδιο Leiden του παράγοντα σε συνδυασμό με ετεροζυγωτία του γονιδίου της προθρομβίνης G20210A ή ομοζυγωτία στο γονίδιο της προθρομβίνης G20210A). Στις περιπτώσεις με ήπια θρομβοφιλία (δηλαδή μεταλλάξεις στο γονίδιο της MTHFR, έλλειψη πρωτεΐνης C και S) δεν συνιστάται η χρήση αντιπηκτικής αγωγής.
ΝΚ κύτταρα
Τα ΝΚ κύτταρα (natural killers, φυσικοί φονείς) είναι κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που βοηθούν τον οργανισμό να καταπολεμήσει τις λοιμώξεις. Έχει υποστηριχθεί ότι τα ΝΚ κύτταρα στο ενδομήτριο (Uterine Natural Killers, φονικά κύτταρα μήτρας) συμμετέχουν στη ρύθμιση του βάθους της τροφοβλαστικής διείσδυσης και έτσι είναι πολύ σημαντικά για την αρχική εδραίωση της κύησης.
Είναι πολύ πιθανό ότι η μελέτη των κυτταρικών υποπληθυσμών στο περιφερικό αίμα δεν αντικατοπτρίζει τις τοπικές συνθήκες που επικρατούν στο ενδομήτριο της περιεμφυτευτικής περιόδου, και επομένως μόνο τα στοιχεία που προέρχονται από το ενδομήτριο μπορεί να θεωρηθούν αξιόπιστα (11).
Μελέτες έχουν δείξει ότι μεταξύ των γυναικών με επανειλημμένες αποβολές και εκείνων που τερμάτισαν οικειοθελώς την εγκυμοσύνη υπάρχουν διαφορές στο πληθυσμό των ΝΚ κυττάρων του ενδομητρίου (12). Επιπλέον, σε μια πρόσφατη έρευνα στην Γαλλία σε 394 γυναίκες με πολλαπλές αποτυχίες εμφύτευσης πραγματοποιήθηκε λήψη ενδομητρικού ιστού στις μέρες του παράθυρου εμφύτευσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στο 82% των γυναικών αυτών υπήρχε ανισορροπία στα ΝΚ κύτταρα της μήτρας. Μετά από στοχευμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις, ανάλογα με το ανοσολογικό προφίλ το ενδομητρίου κάθε γυναίκας, οι μισές κατόρθωσαν να μείνουν έγκυες και να γεννήσουν ένα υγιές μωρό (13).
Η λήψη ενδομητρικού ιστού σε συγκεκριμένες μέρες του κύκλου (παράθυρο εμφύτευσης), ο καθορισμός του ανοσολογικού προφίλ της κάθε γυναίκας και η στοχευμένη θεραπευτική παρέμβαση, μπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη εγκυμοσύνης. Να σημειώσουμε, ότι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρίας Αναπαραγωγής (ESHRE), ο έλεγχος των NK κυττάρων του περιφερικού αίματος είναι χωρίς κλινική αξία και δεν συστήνεται σε γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές.
Αντιπυρηνικά αντισώματα
Τα αντιπυρηνικά αντισώματα (ΑΝΑ) είναι παθολογικά αντισώματα που το ίδιο το σώμα δημιουργεί έναντι δικών του ιστών (αυτοαντισώματα). Τα αντιπυρηνικά αντισώματα παρατηρούνται συχνά σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα. Θετικά αντιπυρηνικά αντισώματα συχνά ανευρίσκονται σε γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές (14).
Εφόσον η εξέταση βγει θετική θα μπορούσε να βοηθήσει η λήψη κορτιζόνης.
Αντιπατρικά αντισώματα
Η θεωρία των αντιπατρικών αντισωμάτων ήταν πολύ δημοφιλής την προηγούμενη δεκαετία ενώ πλέον σήμερα πρακτικά αμφισβητείται από τους περισσότερους.
Ο έλεγχος για τοξοπλάσμωση, ερυθρά, κυτταρομεγαλοϊο, μυκόπλασμα, ουρεόπλασμα, χλαμύδια, ιό του απλού έρπητα και σύφιλη δεν βοηθά στη διερεύνηση των καθ’ έξιν αποβολών.
Ενδομητρίτιδα
Φαίνεται, όμως, ότι η χρόνια ενδομητρίτιδα προδιαθέτει σε καθ’ έξιν αποβολές (15). Σε κλινική υποψία ενδομητρίτιδας διενεργείται υστεροσκόπηση και η ανίχνευση της φλεγμονής γίνεται είτε με δείγμα βιοψίας είτε με ανοσο-ιστοχημεία με αντισώματα κατά CD 138. Στην συνέχεια οι ασθενείς καλύπτονται με το κατάλληλο αντιμικροβιακό σχήμα.
Μικροβίωμα
Επίσης, ο μοριακός έλεγχος του μικροβιώματος κόλπου/ τραχήλου/ενδομητρίου (PCR) και η θεραπεία τους, μπορεί να ελαττώσει τον κίνδυνο επανειλημμένων αποβολών.
Καθ’ έξιν αποβολές άγνωστης αιτιολογίας
Ακόμη και μετά από πλήρη διερεύνηση, σε ένα μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων δεν βρίσκεται κανένα αίτιο, το οποίο να σχετιστεί με την παθογένεση των αποβολών. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται γενικά σε 50% των περιπτώσεων. Οι γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές ανεξήγητης αιτιολογίας, έχουν εξαιρετική πρόγνωση σε μελλοντικές κυήσεις.
Η θεραπεία των γυναικών, μικρής αναπαραγωγικής ηλικίας, περιλαμβάνει συνήθως μόνο την κατάλληλη στήριξη και ενθάρρυνση να ξαναπροσπαθήσει στα πλαίσια μιας καλά οργανωμένης κλινικής.
Σε γυναίκες μεγαλύτερης αναπαραγωγικής ηλικίας, που τις «πιέζει» ο χρόνος για αποτέλεσμα, βοηθάει η εξωσωματική γονιμοποίηση.
Στο Γέννημα IVF ήδη από το 2018 χρησιμοποιούμε την τεχνολογία timelapse (μη επεμβατικός προεμφυτευτικός έλεγχος). Τα έμβρυα αναπτύσσονται σε επωαστές με ενσωματωμένη κάμερα (Embryoscope+). Με τον τρόπο αυτό καταγράφεται ο ρυθμός ανάπτυξης των εμβρύων και με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης ο επωαστής παρέχει περισσότερες πληροφορίες στους εμβρυολόγους για τα έμβρυα που αναπτύσσονται με πιο φυσιολογικό ρυθμό.
Επιπλέον, ο προεμφυτευτικός έλεγχος των εμβρύων (PGS), πριν την εμβρυομεταφορά, είναι μια επιλογή για τα ζευγάρια με φυσιολογικό καρυότυπο προκειμένου να μπορέσουν να πετύχουν εγκυμοσύνη. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα έμβρυα ελέγχονται για χρωμοσωμικές ανωμαλίες και αποφεύγεται η μεταφορά ενός παθολογικού εμβρύου, που θα οδηγούσε σε ακόμη μια αποβολή. Οι ενδείξεις της τεχνικής αυτής θα πρέπει να συζητηθούν με τον θεράποντα γιατρό πριν εφαρμοστεί.
Σε όλα τα ζευγάρια με ιστορικό επανειλημμένων αποβολών, ειδικά σε αυτά που το κύημα είχε φυσιολογικό καρυότυπο, συστήνεται να γίνει μια διαγνωστική υστεροσκόπηση κατά την οποία ελέγχεται με κάμερα η εσωτερική κοιλότητα της μήτρας και το ενδομήτριο. Συχνά ο γιατρός μπορεί να προχωρήσει σε μια τεχνική που λέγεται ‘νεαροποίηση’ και δημιουργία θέσεων εμφύτευσης (implantation cuts), που συμβάλλουν στην αναγέννηση του ενδομητρίου, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η δεκτικότητά του.
Παράλληλα με την υστεροσκόπηση πραγματοποιείται λήψη υλικού για βιοψία, η οποία βοηθάει στο καθορισμό του ανοσολογικού περιβάλλοντος της μήτρας.
Έντονο ενδιαφέρον έχει προκαλέσει πρόσφατη δημοσίευση από μία διπλά τυφλή τυχαιοποιημένη placebo ελεγχόμενη έρευνα που διενεργήθηκε στην ιατρική σχολή του Coventry του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην έρευνα αυτή χορηγήθηκε μία ουσία που χρησιμοποιείται στη θεραπεία του διαβήτη (σιταγλυπτίνη) για τρείς μήνες σε ένα group γυναικών με επανειλημμένες αποβολές.
Οι ερευνητές παρατήρησαν σημαντική διαφορά στον αριθμό κυήσεων του group που λάμβανε τη σιταγλυπτίνη σε σχέση με ένα αντίστοιχο group γυναικών που έπαιρνε αγωγή υποκατάστασης (placebo). Θεωρούν ότι αυξάνει φαρμακευτικά το ποσοστό των κυττάρων που μετέχουν στην εμφύτευση του εμβρύου. Αναμένεται με ενδιαφέρον η εφαρμογή αυτού του πρωτοκόλου σε μεγαλύτερους πληθυσμούς γυναικών με επανειλημμένες αποβολές (16).
Εκτός των άλλων, έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον έχει προκαλέσει ο παράγοντας ενεργοποίησης λευκών αιμοσφαιρίων (G-CSF), ο οποίος εγχύεται τοπικά στο ενδομήτριο γυναικών που έχουν επανειλημμένες αποτυχίες εμφύτευσης μετά από θεραπεία με εξωσωματική γονιμοποίηση και ειδικά σε αυτές που δεν παχαίνει το ενδομήτριο πάνω από τα 6mm.
Ο παράγοντας αυτός φαίνεται ότι βοηθάει στην πάχυνση και στη βελτίωση της ποιότητας του ενδομητρίου και οδηγεί σε αυξημένο αριθμό κυήσεων.
Τέλος, η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής (υγιεινή διατροφή, σωματική άσκηση, απώλεια περιττού βάρους) καθώς και η ενίσχυση με εξειδικευμένους συμπληρώματα βιταμινών ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του κάθε ζευγαριού μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία υγιέστερων εμβρύων.