To test pap ή αλλιώς η εξέταση κατά Παπανικολάου είναι η εξέταση που περιλαμβάνεται στον ετήσιο προληπτικό έλεγχο των γυναικών και περιλαμβάνει τη λήψη υλικού από τον τράχηλο της μήτρας και την κυτταρολογική εξέταση με την βοήθεια μικροσκοπίου. Ο στόχος του τεστ Παπ είναι η ανίχνευση τυχόν αλλοιώσεων στα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας. Αυτές οι αλλοιώσεις ουσιαστικά είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) στα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας.
Η παρουσία του ιού HPV ΔΕΝ σημαίνει ότι η γυναίκα πάσχει από καρκίνο. Ουσιαστικά από την στιγμή της προσβολής από τον HPV μέχρι την ανάπτυξη καρκίνου του τραχήλου της μήτρας μεσολαβούν 4 στάδια (σχεδιάγραμμα 1). Με την κυτταρολογική εξέταση στοχεύουμε να ανακαλύψουμε τις αλλοιώσεις του HPV πριν την ανάπτυξη του καρκίνου ώστε να μπορέσουμε να επέμβουμε εγκαίρως και να θεραπεύσουμε πολύ πριν την εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Όπως όμως όλες οι εξετάσεις έτσι και το τεστ παπ έχει περιορισμό στην ακρίβεια του αποτελέσματος του. Έτσι, υπάρχει πιθανότητα ψευδώς αρνητικού αποτελέσματος. Ενώ, δηλαδή, το τεστ παπ είναι αρνητικό στην πραγματικότητα να υπάρχουν αλλοιώσεις από τον ιό HPV. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες στον διαγνωστικό αλγόριθμο εκτός του τεστ Παπ έχει προστεθεί η ανίχνευση του HPV DNA typing, όπως και η κολποσκόπηση.
Το HPV DNA typing (Combas) έχει σαν στόχο να ανιχνεύσει με μοριακό τρόπο την παρουσία των πιο συχνών τύπων HPV που χαρακτηρίζονται ως υψηλής κακοήθειας. Αυτοί οι τύποι HPV όταν υπάρχουν αυξάνουν κατά πολύ την πιθανότητα εμφάνισης κάποιας υψηλόβαθμης αλλοίωσης στα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας μέσα στην επόμενη τριετία. Έτσι, ο συνδυασμός τεστ Παπ και HPV DNA typing αυξάνει την αξιοπιστία ενός αρνητικού αποτελέσματος τεστ Παπ ή καταδεικνύει την ανάγκη περαιτέρω διαγνωστικού ελέγχου με την κολποσκόπηση και την λήψη βιοψιών (όπου κρίνεται απαραίτητο).